- θηκαιος
- θηκαῖος3могильный
θηκαῖον οἴκημα Her. — склеп
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θηκαῖον οἴκημα Her. — склеп
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θηκαίος — θηκαῑος, ία, ον (Α) [θήκη] 1. φρ. «οἴκημα θηκαῑον» οίκημα που μοιάζει με θήκη, με σαρκοφάγο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηκαῑον η θήκη … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
θηκαίοις — θηκαί̱οις , θηκαῖος like a chest masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηκαίῳ — θηκαί̱ῳ , θηκαῖος like a chest masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)